υψικομος

υψικομος
    ὑψίκομος
    ὑψί-κομος
    2
    высоколиственный, с высокой кроной
    

(δρῦς Hom., Hes.; ἐλάται Eur.; δόνακες Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υψικομος" в других словарях:

  • ὑψίκομος — with high bound tresses masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψίκομος — η, ο / ὑψίκομος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και όμη Α (για δέντρο) αυτός που έχει το φύλλωμά του ψηλά αρχ. 1. αυτός τού οποίου οι βόστρυχοι είναι δεμένοι ψηλά 2. (για όρος) υψικόρυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. οξύ κομος] …   Dictionary of Greek

  • ὑψίκομον — ὑψίκομος with high bound tresses masc/fem acc sg ὑψίκομος with high bound tresses neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψικόμοιο — ὑψίκομος with high bound tresses masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψικόμοις — ὑψίκομος with high bound tresses masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψικόμοισι — ὑψίκομος with high bound tresses masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψικόμοισιν — ὑψίκομος with high bound tresses masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψικόμου — ὑψίκομος with high bound tresses masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψικόμους — ὑψίκομος with high bound tresses masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψικόμων — ὑψίκομος with high bound tresses masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψικόμῳ — ὑψίκομος with high bound tresses masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»